- προσκατηρίθμησεν
- προσκαταριθμέωreckon inaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαταριθμώ — έω, Α [καταριθμῶ] συγκαταριθμῶ, συγκαταλέγω επιπροσθέτως («τὴν ἀνθύπατον ἀρχήν... προσκατηρίθμησεν ταῑς ὑπατείαις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek